- κρεμμυδότσουφλο
- και κρομμυδότσουφλο, τοο φλοιός τού κρεμμυδιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι / κρομμύδι + -τσουφλο (< τσόφλι), πρβλ. αβγό-τσουφλο, καρυδό-τσουφλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρεμμύδι — Λαχανικό της οικογένειας alliaceae, γνωστό με την επιστημονική ονομασία Allium cepa. Πρόκειται για μονοκοτυλήδονη αειθαλή πόα, που μπορεί να φθάσει σε ύψος τα 60 εκ. Ανθοφορεί από τον Ιούνιο έως τον Ιούλιο και τα άνθη της είναι ερμαφρόδιτα και… … Dictionary of Greek
κρομμυδότσουφλο — το βλ. κρεμμυδότσουφλο … Dictionary of Greek